- λογικός
- 1) prudent2) raisonnable3) sage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λογικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek
λογικός, -ή — ό αυτός που σκέφτεται λογικά, ο σώφρονας, ο συνετός: Με έπεισε γιατί είχε λογικά επιχειρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογικά — λογικός of neut nom/voc/acc pl λογικά̱ , λογικός of fem nom/voc/acc dual λογικά̱ , λογικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικώτερον — λογικός of adverbial comp λογικός of masc acc comp sg λογικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικωτάτων — λογικός of fem gen superl pl λογικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικωτέραις — λογικός of fem dat comp pl λογικωτέρᾱͅς , λογικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικωτέρων — λογικός of fem gen comp pl λογικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικῶν — λογικός of fem gen pl λογικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικόν — λογικός of masc acc sg λογικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικώτατα — λογικός of adverbial superl λογικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)